πολύευκτος

πολύευκτος
πολύ-ευκτος, ον,
A much-prayed-for, much-desired, ἰὴ παιδός Orac. ap. Hdt.1.85;

ὄλβος A.Eu.537

(lyr.);

πλοῦτος X.Cyr.1.6.45

;

παιδίον Him. Or.23.20

.
II [voice] Act., with many prayers,

ἱκεσίη Nonn.D.40.66

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πολύευκτος — Πολυεύκτος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύευκτος — much prayed for masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύευκτος — I Χαλκοπλάστης από την Αθήνα, που έζησε τον 3o αι. π.Χ. Ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος αναφέρουν πως είχε κατασκευάσει μεγάλο ανδριάντα του ρήτορα Δημοσθένη, που είχε τοποθετηθεί κοντά στο ιερό του Άρη και στον βωμό των Δώδεκα θεών το 280 π.Χ.,… …   Dictionary of Greek

  • πολυευκτότατον — πολύευκτος much prayed for masc acc superl sg πολύευκτος much prayed for neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολύευκτον — πολύευκτος much prayed for masc/fem acc sg πολύευκτος much prayed for neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυεύκτου — Πολυεύκτος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυεύκτου — πολύευκτος much prayed for masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυεύκτους — Πολυεύκτος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυεύκτους — πολύευκτος much prayed for masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολυεύκτων — Πολυεύκτος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυεύκτων — πολύευκτος much prayed for masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”